- περιοικοδόμησις
- -ήσεως, ἡ, Α [περιοικοδομώ]η οικοδόμηση γύρω από κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιοικοδομήσει — περιοικοδόμησις fem nom/voc/acc dual (attic epic) περιοικοδομήσεϊ , περιοικοδόμησις fem dat sg (epic) περιοικοδόμησις fem dat sg (attic ionic) περιοικοδομέω build round aor subj act 3rd sg (epic) περιοικοδομέω build round fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοικοδομία — ἡ, Α [περιοικοδομώ] η περιοικοδόμησις* … Dictionary of Greek